διαξιφισμός

διαξιφισμός
ο
1) фехтование; 2) полемика

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "διαξιφισμός" в других словарях:

  • διαξιφισμός, ο — διαξιφισμός, ο, 1. ανταλλαγή χτυπημάτων με ξίφος. 2. μτφ., ανταλλαγή επικριτικών, δηκτικών φράσεων σε συζήτηση: Ανταλλάσσουν διαξιφισμούς σε κάθε συνάντησή τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαξιφισμός — fighting with swords masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαξιφισμός — ο (Α διαξιφισμός) [διαξιφίζομαι] η ξιφομαχία νεοελλ. ανταλλαγή δηκτικών υπαινιγμών, έντονων χαρακτηρισμών σε προφορική συζήτηση, αλληλογραφία ή αρθρογραφία …   Dictionary of Greek

  • διαξιφισμούς — διαξιφισμός fighting with swords masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»